Δεν ξέρω σε ποια πλευρά της νύχτας
θα γυρίσω στο σημείο να κρύψω το ποτάμι της φωτιάς
από δάκρυα που σχεδόν ξεχειλίζουν από μέσα μου
και ανάβω ένα άλλο τσιγάρο
εκεί που τελειώνουν οι λέξεις και οι σιωπές.
Μάταια ψάχνω για ονόματα και σημάδια.
Στη μέση της χώρας της ομίχλης της ψυχής μου
υπάρχει ένα παλιό φανάρι χωρίς δρόμο.
Εκεί υπάρχει ένα σημάδι χωρίς μονοπάτι
που με τρομάζει.
Κάποτε υπήρχε η πορεία προς την οποία
κατευθυνόμουν.
Πότε εξαφανίστηκε και πότε χάθηκα;
Πηγαίνω τυφλά σαν τυφλός σε αυτή τη λέξη
που θα μου έδειχνε το δρόμο.
Χαμένος μέσα σε ελλιπείς ερωτο-απαντήσεις.
Σε αμέτρητα “γιατί”
βυθίζω μαζί τους
τα τελικά στηρίγματα της λήθης.
Οι φήμες κοιμούνται,
το χρώμα έχει πεθάνει.
Η πηγή είναι τρελή,
η ηχώ είναι σιωπηλή.
Η πόρτα της τεθλιμμένης οδού
η απάγουσα στην Εδέμ
είναι στενή βαριά και σκουριασμένη.
Είναι στενό και αβέβαιο και κόβει το μονοπάτι
που μου ταιριάζει σε κάθε χαιρετισμό,
με κάθε αναγγελία τρεμοπαίζει το λυχνάρι.
Η σιωπή αξιολογεί πικρά τις γνώσεις μου, τα λόγια μου
και με παραδίδει στην εμμονή της στιγμής
στη μούχλα της μοναξιάς
της απογοήτευσης, της σκληρότητας
μιας παλιάς και μαραμένης αγάπης.
Σε επαίνους των λόγων
και σε επαίνους
της αγνότητας,
τα τελώνια εφορμούν να κλέψουν
της ψυχής το ωραίο.
Ενώ μια σειρά από πύρινες γλώσσες
δονούν τον αέρα
τροφοδοτώντας τις φωνές
ψιθυρίζοντας στα σύννεφα
σύμφωνα και φωνήεντα
με την ηχώ του ανέμου.
Μαρ 15
Πρόσφατα σχόλια